- ημίξηρος
- -η, -ο (AM ἡμίξηρος, -ον)μισοξεραμένος, αυτός που έχει ατελώς ξεραθείνεοελλ.-μσν.μισόξερος, μισολιπόθυμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμίξηρος — half dry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίξηρον — ἡμίξηρος half dry masc/fem acc sg ἡμίξηρος half dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιξήρου — ἡμίξηρος half dry masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιξήρους — ἡμίξηρος half dry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιξήρων — ἡμίξηρος half dry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίξηροι — ἡμίξηρος half dry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sweetness of wine — A half bottle of Sauternes from Château d Yquem, which produces one of the world s most famous and expensive sweet wines. The subjective sweetness of a wine is determined by the interaction of several factors, including the amount of sugar in the … Wikipedia
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
λειαύστηρος — λειαύστηρος, ον (Α) (για οίνο) ημίξηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + αυστηρός] … Dictionary of Greek
ντεμί σεκ — άκλ. (για οίνο) ημίξηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demi sec < demi «μισός» + sec «ξηρός»] … Dictionary of Greek